- κατευθύνων
- κατευθύ̱νων , κατευθύνωmakepres part act masc nom sgκατευθύ̱νων , κατευθύνωmakepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατευθύνω — (AM κατευθύνω) ασκώ κυριαρχική επιβολή σε κάποιον, τὸν επηρεάζω στις ενέργειές του, διευθύνω, καθοδηγώ (α. «η λογική πρέπει να κατευθύνει τους λόγους και τις πράξεις μας» β. «κατευθυνέτω τὰς φύσεις τῶν παίδων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. μέσ. κατευθύνομαι … Dictionary of Greek
ՈՒՂՂԻՉ — (ղչի, չաց.) NBH 2 0548 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c, 13c ա.գ. εὑθύνων, κατευθύνων, διορθώτης regens, dirigens, rector, director, moderator κυβερνήτης gubernator. Որ ուղղէ. առաջնորդ. կառավար. ղեկավար.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)